τερατογένεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τερατογένεση | οι | τερατογενέσεις |
γενική | της | τερατογένεσης* | των | τερατογενέσεων |
αιτιατική | την | τερατογένεση | τις | τερατογενέσεις |
κλητική | τερατογένεση | τερατογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τερατογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τερατογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική tératogenèse < αρχαία ελληνική τέρας + γένεσις (< γίγνομαι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /te.ɾa.toˈʝe.ne.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασίατερατογένεση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η δημιουργία ενός τέρατος
- (μεταφορικά) η δημιουργία ή η γέννηση ενός δύσμορφου ή παραμορφωμένου ανθρώπου ή ζώου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τερατογένεση