↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραμορφωμένος η παραμορφωμένη το παραμορφωμένο
      γενική του παραμορφωμένου της παραμορφωμένης του παραμορφωμένου
    αιτιατική τον παραμορφωμένο την παραμορφωμένη το παραμορφωμένο
     κλητική παραμορφωμένε παραμορφωμένη παραμορφωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραμορφωμένοι οι παραμορφωμένες τα παραμορφωμένα
      γενική των παραμορφωμένων των παραμορφωμένων των παραμορφωμένων
    αιτιατική τους παραμορφωμένους τις παραμορφωμένες τα παραμορφωμένα
     κλητική παραμορφωμένοι παραμορφωμένες παραμορφωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραμορφωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου παραμορφώνω

παραμορφωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία