Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παραμορφωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παραμορφωμέν
ος
η
παραμορφωμέν
η
το
παραμορφωμέν
ο
γενική
του
παραμορφωμέν
ου
της
παραμορφωμέν
ης
του
παραμορφωμέν
ου
αιτιατική
τον
παραμορφωμέν
ο
την
παραμορφωμέν
η
το
παραμορφωμέν
ο
κλητική
παραμορφωμέν
ε
παραμορφωμέν
η
παραμορφωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παραμορφωμέν
οι
οι
παραμορφωμέν
ες
τα
παραμορφωμέν
α
γενική
των
παραμορφωμέν
ων
των
παραμορφωμέν
ων
των
παραμορφωμέν
ων
αιτιατική
τους
παραμορφωμέν
ους
τις
παραμορφωμέν
ες
τα
παραμορφωμέν
α
κλητική
παραμορφωμέν
οι
παραμορφωμέν
ες
παραμορφωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παραμορφωμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
παραμορφώνω
Μετοχή
επεξεργασία
παραμορφωμένος, -η, -ο
που έχει
παραμορφωθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
απαραμόρφωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραμορφωμένος
αγγλικά
:
deformed
(en)
,
disfigured
(en)
γαλλικά
:
déformé
(fr)
,
défiguré
(fr)