παραμορφώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραμορφώνω (1-3) < ελληνιστική κοινή παραμορφόω / παραμορφῶ < παρά + μορφόω / μορφῶ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική déformer)
- παραμορφώνω (4) < παρα- + μορφώνω
Ρήμα
επεξεργασίαπαραμορφώνω (παθητική φωνή: παραμορφώνομαι)
- αλλάζω τη μορφή ενός έμβιου όντος ή πράγματος (προς το χειρότερο), το διαφοροποιώ από την αρχική του κατάσταση
- ασχημαίνω, κάνω κάτι αποκρουστικό ή δύσμορφο
- (μεταφορικά) διαστρεβλώνω, παραποιώ
- (ειρωνικό) μορφώνω σε υπερβολικό βαθμό
Συγγενικά
επεξεργασία- απαραμόρφωτος
- παραμορφωμένος παραμορφωτικοτητα
- παραμόρφωση
- παραμορφωτικά
- παραμορφωτικός
- → δείτε τις λέξεις παρά, μορφώνω και μορφή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραμορφώνω | παραμόρφωνα | θα παραμορφώνω | να παραμορφώνω | παραμορφώνοντας | |
β' ενικ. | παραμορφώνεις | παραμόρφωνες | θα παραμορφώνεις | να παραμορφώνεις | παραμόρφωνε | |
γ' ενικ. | παραμορφώνει | παραμόρφωνε | θα παραμορφώνει | να παραμορφώνει | ||
α' πληθ. | παραμορφώνουμε | παραμορφώναμε | θα παραμορφώνουμε | να παραμορφώνουμε | ||
β' πληθ. | παραμορφώνετε | παραμορφώνατε | θα παραμορφώνετε | να παραμορφώνετε | παραμορφώνετε | |
γ' πληθ. | παραμορφώνουν(ε) | παραμόρφωναν παραμορφώναν(ε) |
θα παραμορφώνουν(ε) | να παραμορφώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραμόρφωσα | θα παραμορφώσω | να παραμορφώσω | παραμορφώσει | ||
β' ενικ. | παραμόρφωσες | θα παραμορφώσεις | να παραμορφώσεις | παραμόρφωσε | ||
γ' ενικ. | παραμόρφωσε | θα παραμορφώσει | να παραμορφώσει | |||
α' πληθ. | παραμορφώσαμε | θα παραμορφώσουμε | να παραμορφώσουμε | |||
β' πληθ. | παραμορφώσατε | θα παραμορφώσετε | να παραμορφώσετε | παραμορφώστε | ||
γ' πληθ. | παραμόρφωσαν παραμορφώσαν(ε) |
θα παραμορφώσουν(ε) | να παραμορφώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραμορφώσει | είχα παραμορφώσει | θα έχω παραμορφώσει | να έχω παραμορφώσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραμορφώσει | είχες παραμορφώσει | θα έχεις παραμορφώσει | να έχεις παραμορφώσει | ||
γ' ενικ. | έχει παραμορφώσει | είχε παραμορφώσει | θα έχει παραμορφώσει | να έχει παραμορφώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραμορφώσει | είχαμε παραμορφώσει | θα έχουμε παραμορφώσει | να έχουμε παραμορφώσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραμορφώσει | είχατε παραμορφώσει | θα έχετε παραμορφώσει | να έχετε παραμορφώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραμορφώσει | είχαν παραμορφώσει | θα έχουν παραμορφώσει | να έχουν παραμορφώσει |
|