παραμορφωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραμορφωτικός < παραμορφώνω + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίαπαραμορφωτικός
- που έχει σχέση με την παραμόρφωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- παραμορφωτικά
- → δείτε τις λέξεις παραμορφώνω, παρά, μορφώνω και μορφή