Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασχημαίνω < άσχημος

  Ρήμα επεξεργασία

ασχημαίνω

  1. κάνω κάποιον ή κάτι δύσμορφο
  2. γίνομαι άσχημος, δύσμορφος
  3. ασχημίζω
    παρά τις επιθυμίες της, μετά την αποτυχημένη της πλαστική εγχείρηση, ασχήμυνε περισσότερο

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία