ασχημαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασχημαίνω < άσχημος
Ρήμα
επεξεργασίαασχημαίνω
- κάνω κάποιον ή κάτι δύσμορφο
- γίνομαι άσχημος, δύσμορφος
- ασχημίζω
- παρά τις επιθυμίες της, μετά την αποτυχημένη της πλαστική εγχείρηση, ασχήμυνε περισσότερο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ασχημαίνω | ασχήμαινα | θα ασχημαίνω | να ασχημαίνω | ασχημαίνοντας | |
β' ενικ. | ασχημαίνεις | ασχήμαινες | θα ασχημαίνεις | να ασχημαίνεις | ασχήμαινε | |
γ' ενικ. | ασχημαίνει | ασχήμαινε | θα ασχημαίνει | να ασχημαίνει | ||
α' πληθ. | ασχημαίνουμε | ασχημαίναμε | θα ασχημαίνουμε | να ασχημαίνουμε | ||
β' πληθ. | ασχημαίνετε | ασχημαίνατε | θα ασχημαίνετε | να ασχημαίνετε | ασχημαίνετε | |
γ' πληθ. | ασχημαίνουν(ε) | ασχήμαιναν ασχημαίναν(ε) |
θα ασχημαίνουν(ε) | να ασχημαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ασχήμυνα | θα ασχημύνω | να ασχημύνω | ασχημύνει | ||
β' ενικ. | ασχήμυνες | θα ασχημύνεις | να ασχημύνεις | ασχήμυνε | ||
γ' ενικ. | ασχήμυνε | θα ασχημύνει | να ασχημύνει | |||
α' πληθ. | ασχημύναμε | θα ασχημύνουμε | να ασχημύνουμε | |||
β' πληθ. | ασχημύνατε | θα ασχημύνετε | να ασχημύνετε | ασχημύνετε | ||
γ' πληθ. | ασχήμυναν ασχημύναν(ε) |
θα ασχημύνουν(ε) | να ασχημύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ασχημύνει | είχα ασχημύνει | θα έχω ασχημύνει | να έχω ασχημύνει | ||
β' ενικ. | έχεις ασχημύνει | είχες ασχημύνει | θα έχεις ασχημύνει | να έχεις ασχημύνει | ||
γ' ενικ. | έχει ασχημύνει | είχε ασχημύνει | θα έχει ασχημύνει | να έχει ασχημύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε ασχημύνει | είχαμε ασχημύνει | θα έχουμε ασχημύνει | να έχουμε ασχημύνει | ||
β' πληθ. | έχετε ασχημύνει | είχατε ασχημύνει | θα έχετε ασχημύνει | να έχετε ασχημύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν ασχημύνει | είχαν ασχημύνει | θα έχουν ασχημύνει | να έχουν ασχημύνει |
|