Ετυμολογία

επεξεργασία
ασχημίζω < λείπει η ετυμολογία

ασχημίζω

  1. κάνω κάτι ή κάποιον δύσμορφο, ασχημαίνω
  2. γίνομαι άσχημος, δύσμορφος
    παρά τις επιθυμίες της, μετά την πλαστική επέμβαση, ασχήμισε περισσότερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία