κοστουμάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακοστουμάτος αρσενικό
- αυτός που φοράει κουστούμι
- ※ Τον καλό μας τον Κέρβερο ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι δεν τον φτάνουν κάτι άλλοι Κέρβεροι, σύγχρονοι, κοστουμάτοι και αξιωματούχοι που ενώ δουλειά τους είναι η προστασία της κοινωνίας, καταλήγουν να φυλάνε τα ίδια τέρατα από τα οποία κινδυνεύουμε (Κέρβεροι που προστατεύουν τέρατα, arcadiaportal.gr, 2/12/2024 [1])
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κουστούμι
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοστουμάτος
|