κουστουμάτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουστουμάτος αρσενικό
- αυτός που φοράει κουστούμι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κουστούμι
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουστουμάτος
|