↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τερατόμορφος η τερατόμορφη το τερατόμορφο
      γενική του τερατόμορφου της τερατόμορφης του τερατόμορφου
    αιτιατική τον τερατόμορφο την τερατόμορφη το τερατόμορφο
     κλητική τερατόμορφε τερατόμορφη τερατόμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τερατόμορφοι οι τερατόμορφες τα τερατόμορφα
      γενική των τερατόμορφων των τερατόμορφων των τερατόμορφων
    αιτιατική τους τερατόμορφους τις τερατόμορφες τα τερατόμορφα
     κλητική τερατόμορφοι τερατόμορφες τερατόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τερατόμορφος < ελληνιστική κοινή τερατόμορφος[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική τέρας + μορφή

  Επίθετο

επεξεργασία

τερατόμορφος

  1. που είναι όμοιος με τέρας
  2. (κατ’ επέκταση) κακάσχημος, πανάσχημος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τερατόμορφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. τερατόμορφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. τερατόμορφοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)