Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κακάσχημος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κακάσχημ
ος
η
κακάσχημ
η
το
κακάσχημ
ο
γενική
του
κακάσχημ
ου
της
κακάσχημ
ης
του
κακάσχημ
ου
αιτιατική
τον
κακάσχημ
ο
την
κακάσχημ
η
το
κακάσχημ
ο
κλητική
κακάσχημ
ε
κακάσχημ
η
κακάσχημ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κακάσχημ
οι
οι
κακάσχημ
ες
τα
κακάσχημ
α
γενική
των
κακάσχημ
ων
των
κακάσχημ
ων
των
κακάσχημ
ων
αιτιατική
τους
κακάσχημ
ους
τις
κακάσχημ
ες
τα
κακάσχημ
α
κλητική
κακάσχημ
οι
κακάσχημ
ες
κακάσχημ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κακάσχημος
<
κακός
+
άσχημος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
kaˈka.sçi.mos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
κα‐κά‐σχη‐μος
παρώνυμο
:
κακόσχημος
Επίθετο
επεξεργασία
κακάσχημος, -η, -ο
που είναι πάρα
πολύ
άσχημος
(στην
εμφάνιση
)
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
κακός
και
άσχημος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κακάσχημος
αγγλικά
:
butt-ugly
(en)
γαλλικά
:
laid
(fr)
γερμανικά
:
potthässlich
(de)