↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακάσχημος η κακάσχημη το κακάσχημο
      γενική του κακάσχημου της κακάσχημης του κακάσχημου
    αιτιατική τον κακάσχημο την κακάσχημη το κακάσχημο
     κλητική κακάσχημε κακάσχημη κακάσχημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακάσχημοι οι κακάσχημες τα κακάσχημα
      γενική των κακάσχημων των κακάσχημων των κακάσχημων
    αιτιατική τους κακάσχημους τις κακάσχημες τα κακάσχημα
     κλητική κακάσχημοι κακάσχημες κακάσχημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κακάσχημος < κακός + άσχημος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈka.sçi.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐κά‐σχη‐μος
παρώνυμο: κακόσχημος

  Επίθετο

επεξεργασία

κακάσχημος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία