κακόσχημος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακόσχημος < ελληνιστική κοινή κακόσχημος < αρχαία ελληνική κακός + σχῆμα (< ἔχω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈko.sçi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κό‐σχη‐μος
- παρώνυμο: κακάσχημος
Επίθετο επεξεργασία
κακόσχημος, -η, -ο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακόσχημος
|