ασουλούπωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασουλούπωτος < α- + σουλουπώ(νω) + -τος
Επίθετο επεξεργασία
ασουλούπωτος, -η, -ο
- (για άνθρωπο) που δεν έχει καλοσχηματισμένο σώμα με αρμονικές αναλογίες
- (για άνθρωπο) χωρίς προσεγμένη εμφάνιση, κακοντυμένος
- (για ρούχο) κακοραμμένος, άκομψος, αταίριαστος με τις σωματικές αναλογίες αυτού που τον φοράει
Συγγενικά επεξεργασία
- ασουλούπωτα
- → δείτε τη λέξη σουλούπι