σουλούπι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σουλούπι | τα | σουλούπια |
γενική | του | σουλουπιού | των | σουλουπιών |
αιτιατική | το | σουλούπι | τα | σουλούπια |
κλητική | σουλούπι | σουλούπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σουλούπι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική اسلوب (üslup) (τουρκική üslup) < αραβική أُسْلُوب (ʾuslūb)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασουλούπι ουδέτερο
- το εξωτερικό σχήμα κάποιου ανθρώπου ή ζώου (ιδίως του προσώπου ή του σώματος)
- ※ Το ντελικάτο κορμί της την έκανε να φαίνεται σαν δεκαπέντε χρονών - την είχε σώσει κάμποσες φορές το σουλούπι της. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- το εξωτερικό σχήμα κάποιου αντικειμένου