Ετυμολογία

επεξεργασία
σουλουπώνω < σουλούπ(ι) + -ώνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /su.luˈpo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σου‐λου‐πώ‐νω

σουλουπώνω, αόρ.: σουλούπωσα, παθ.φωνή: σουλουπώνομαι, π.αόρ.: σουλουπώθηκα, μτχ.π.π.: σουλουπωμένος

  • φροντίζω κάποιον ή κάτι ώστε να βελτιωθεί η εξωτερική του εμφάνιση
    ⮡  Τον πήγανε στα μαγαζιά να αγοράσει καινούρια ρούχα, να τον σουλουπώσουνε κάπως.
    ⮡  Το αρχικό κείμενο του άρθρου είχε πολλές ασυνταξίες, αλλά μετά από πολλή δουλειά κάπως το σουλούπωσε ο διορθωτής.
    ⮡  Σουλουπώσου λίγο! Χτένισε τα μαλλιά σου! Βάλε και λίγο κραγιονάκι...

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία