σουλουπώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σουλουπώνω < σουλούπ(ι) + -ώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /su.luˈpo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐λου‐πώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίασουλουπώνω, αόρ.: σουλούπωσα, παθ.φωνή: σουλουπώνομαι, π.αόρ.: σουλουπώθηκα, μτχ.π.π.: σουλουπωμένος
- φροντίζω κάποιον ή κάτι ώστε να βελτιωθεί η εξωτερική του εμφάνιση
- ⮡ Τον πήγανε στα μαγαζιά να αγοράσει καινούρια ρούχα, να τον σουλουπώσουνε κάπως.
- ⮡ Το αρχικό κείμενο του άρθρου είχε πολλές ασυνταξίες, αλλά μετά από πολλή δουλειά κάπως το σουλούπωσε ο διορθωτής.
- ⮡ Σουλουπώσου λίγο! Χτένισε τα μαλλιά σου! Βάλε και λίγο κραγιονάκι...
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σουλούπι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σουλουπώνω | σουλούπωνα | θα σουλουπώνω | να σουλουπώνω | σουλουπώνοντας | |
β' ενικ. | σουλουπώνεις | σουλούπωνες | θα σουλουπώνεις | να σουλουπώνεις | σουλούπωνε | |
γ' ενικ. | σουλουπώνει | σουλούπωνε | θα σουλουπώνει | να σουλουπώνει | ||
α' πληθ. | σουλουπώνουμε | σουλουπώναμε | θα σουλουπώνουμε | να σουλουπώνουμε | ||
β' πληθ. | σουλουπώνετε | σουλουπώνατε | θα σουλουπώνετε | να σουλουπώνετε | σουλουπώνετε | |
γ' πληθ. | σουλουπώνουν(ε) | σουλούπωναν σουλουπώναν(ε) |
θα σουλουπώνουν(ε) | να σουλουπώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σουλούπωσα | θα σουλουπώσω | να σουλουπώσω | σουλουπώσει | ||
β' ενικ. | σουλούπωσες | θα σουλουπώσεις | να σουλουπώσεις | σουλούπωσε | ||
γ' ενικ. | σουλούπωσε | θα σουλουπώσει | να σουλουπώσει | |||
α' πληθ. | σουλουπώσαμε | θα σουλουπώσουμε | να σουλουπώσουμε | |||
β' πληθ. | σουλουπώσατε | θα σουλουπώσετε | να σουλουπώσετε | σουλουπώστε | ||
γ' πληθ. | σουλούπωσαν σουλουπώσαν(ε) |
θα σουλουπώσουν(ε) | να σουλουπώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σουλουπώσει | είχα σουλουπώσει | θα έχω σουλουπώσει | να έχω σουλουπώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σουλουπώσει | είχες σουλουπώσει | θα έχεις σουλουπώσει | να έχεις σουλουπώσει | ||
γ' ενικ. | έχει σουλουπώσει | είχε σουλουπώσει | θα έχει σουλουπώσει | να έχει σουλουπώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σουλουπώσει | είχαμε σουλουπώσει | θα έχουμε σουλουπώσει | να έχουμε σουλουπώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σουλουπώσει | είχατε σουλουπώσει | θα έχετε σουλουπώσει | να έχετε σουλουπώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σουλουπώσει | είχαν σουλουπώσει | θα έχουν σουλουπώσει | να έχουν σουλουπώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σουλουπώνομαι | σουλουπωνόμουν(α) | θα σουλουπώνομαι | να σουλουπώνομαι | ||
β' ενικ. | σουλουπώνεσαι | σουλουπωνόσουν(α) | θα σουλουπώνεσαι | να σουλουπώνεσαι | ||
γ' ενικ. | σουλουπώνεται | σουλουπωνόταν(ε) | θα σουλουπώνεται | να σουλουπώνεται | ||
α' πληθ. | σουλουπωνόμαστε | σουλουπωνόμαστε σουλουπωνόμασταν |
θα σουλουπωνόμαστε | να σουλουπωνόμαστε | ||
β' πληθ. | σουλουπώνεστε | σουλουπωνόσαστε σουλουπωνόσασταν |
θα σουλουπώνεστε | να σουλουπώνεστε | (σουλουπώνεστε) | |
γ' πληθ. | σουλουπώνονται | σουλουπώνονταν σουλουπωνόντουσαν |
θα σουλουπώνονται | να σουλουπώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σουλουπώθηκα | θα σουλουπωθώ | να σουλουπωθώ | σουλουπωθεί | ||
β' ενικ. | σουλουπώθηκες | θα σουλουπωθείς | να σουλουπωθείς | σουλουπώσου | ||
γ' ενικ. | σουλουπώθηκε | θα σουλουπωθεί | να σουλουπωθεί | |||
α' πληθ. | σουλουπωθήκαμε | θα σουλουπωθούμε | να σουλουπωθούμε | |||
β' πληθ. | σουλουπωθήκατε | θα σουλουπωθείτε | να σουλουπωθείτε | σουλουπωθείτε | ||
γ' πληθ. | σουλουπώθηκαν σουλουπωθήκαν(ε) |
θα σουλουπωθούν(ε) | να σουλουπωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σουλουπωθεί | είχα σουλουπωθεί | θα έχω σουλουπωθεί | να έχω σουλουπωθεί | σουλουπωμένος | |
β' ενικ. | έχεις σουλουπωθεί | είχες σουλουπωθεί | θα έχεις σουλουπωθεί | να έχεις σουλουπωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει σουλουπωθεί | είχε σουλουπωθεί | θα έχει σουλουπωθεί | να έχει σουλουπωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σουλουπωθεί | είχαμε σουλουπωθεί | θα έχουμε σουλουπωθεί | να έχουμε σουλουπωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε σουλουπωθεί | είχατε σουλουπωθεί | θα έχετε σουλουπωθεί | να έχετε σουλουπωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σουλουπωθεί | είχαν σουλουπωθεί | θα έχουν σουλουπωθεί | να έχουν σουλουπωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σουλουπωμένος - είμαστε, είστε, είναι σουλουπωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σουλουπωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σουλουπωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σουλουπωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σουλουπωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σουλουπωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σουλουπωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σουλουπώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σουλουπώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)