σενιάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σενιάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική segnare < λατινική signo < signum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sek- (“κόβω”) ή *sekʷ- (“ακολουθώ”) (με επίδραση από τη γαλλική signé)
Ρήμα επεξεργασία
σενιάρω (παθητική φωνή: σενιάρομαι & σενιαρίζομαι)
- (λαϊκότροπο, προφορικό) βελτιώνω, τελειοποιώ την εξωτερική εμφάνιση προσώπου ή πράγματος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σουλουπώνω