ευπρεπίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευπρεπίζω < μεσαιωνική ελληνική ευπρεπίζω < ελληνιστική κοινή εὐπρεπίζομαι < αρχαία ελληνική εὐπρεπής < εὖ + πρέπω
Ρήμα
επεξεργασίαευπρεπίζω
- περιποιούμαι κάποιον ή κάτι, το(ν) κάνω πιο όμορφο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ευπρεπισμένος
- ευπρεπισμός
- → δείτε τις λέξεις ευ και πρέπει
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ευπρεπίζω | ευπρέπιζα | θα ευπρεπίζω | να ευπρεπίζω | ευπρεπίζοντας | |
β' ενικ. | ευπρεπίζεις | ευπρέπιζες | θα ευπρεπίζεις | να ευπρεπίζεις | ευπρέπιζε | |
γ' ενικ. | ευπρεπίζει | ευπρέπιζε | θα ευπρεπίζει | να ευπρεπίζει | ||
α' πληθ. | ευπρεπίζουμε | ευπρεπίζαμε | θα ευπρεπίζουμε | να ευπρεπίζουμε | ||
β' πληθ. | ευπρεπίζετε | ευπρεπίζατε | θα ευπρεπίζετε | να ευπρεπίζετε | ευπρεπίζετε | |
γ' πληθ. | ευπρεπίζουν(ε) | ευπρέπιζαν ευπρεπίζαν(ε) |
θα ευπρεπίζουν(ε) | να ευπρεπίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ευπρέπισα | θα ευπρεπίσω | να ευπρεπίσω | ευπρεπίσει | ||
β' ενικ. | ευπρέπισες | θα ευπρεπίσεις | να ευπρεπίσεις | ευπρέπισε | ||
γ' ενικ. | ευπρέπισε | θα ευπρεπίσει | να ευπρεπίσει | |||
α' πληθ. | ευπρεπίσαμε | θα ευπρεπίσουμε | να ευπρεπίσουμε | |||
β' πληθ. | ευπρεπίσατε | θα ευπρεπίσετε | να ευπρεπίσετε | ευπρεπίστε | ||
γ' πληθ. | ευπρέπισαν ευπρεπίσαν(ε) |
θα ευπρεπίσουν(ε) | να ευπρεπίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ευπρεπίσει | είχα ευπρεπίσει | θα έχω ευπρεπίσει | να έχω ευπρεπίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ευπρεπίσει | είχες ευπρεπίσει | θα έχεις ευπρεπίσει | να έχεις ευπρεπίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ευπρεπίσει | είχε ευπρεπίσει | θα έχει ευπρεπίσει | να έχει ευπρεπίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ευπρεπίσει | είχαμε ευπρεπίσει | θα έχουμε ευπρεπίσει | να έχουμε ευπρεπίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ευπρεπίσει | είχατε ευπρεπίσει | θα έχετε ευπρεπίσει | να έχετε ευπρεπίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ευπρεπίσει | είχαν ευπρεπίσει | θα έχουν ευπρεπίσει | να έχουν ευπρεπίσει |
|