Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευπρεπίζω < μεσαιωνική ελληνική ευπρεπίζω < ελληνιστική κοινή εὐπρεπίζομαι < αρχαία ελληνική εὐπρεπής < εὖ + πρέπω

  Ρήμα επεξεργασία

ευπρεπίζω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία