ευπρεπισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευπρεπισμός αρσενικό
- η ενέργεια του ευπρεπίζω
- (για πρόσωπο) ο καλλωπισμός
- (για χώρο ή αντικείμενο) η τακτοποίηση, το συγύρισμα, ο καλλωπισμός
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευπρεπισμός