ευτρεπίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευτρεπίζω < αρχαία ελληνική εὐτρεπίζω < εὖ + τρέπω
Ρήμα
επεξεργασίαευτρεπίζω
- άλλη μορφή του ευπρεπίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- ευτρεπισμένος
- ευτρεπισμός
- → δείτε τις λέξεις ευ και τρέπω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ευτρεπίζω | ευτρέπιζα | θα ευτρεπίζω | να ευτρεπίζω | ευτρεπίζοντας | |
β' ενικ. | ευτρεπίζεις | ευτρέπιζες | θα ευτρεπίζεις | να ευτρεπίζεις | ευτρέπιζε | |
γ' ενικ. | ευτρεπίζει | ευτρέπιζε | θα ευτρεπίζει | να ευτρεπίζει | ||
α' πληθ. | ευτρεπίζουμε | ευτρεπίζαμε | θα ευτρεπίζουμε | να ευτρεπίζουμε | ||
β' πληθ. | ευτρεπίζετε | ευτρεπίζατε | θα ευτρεπίζετε | να ευτρεπίζετε | ευτρεπίζετε | |
γ' πληθ. | ευτρεπίζουν(ε) | ευτρέπιζαν ευτρεπίζαν(ε) |
θα ευτρεπίζουν(ε) | να ευτρεπίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ευτρέπισα | θα ευτρεπίσω | να ευτρεπίσω | ευτρεπίσει | ||
β' ενικ. | ευτρέπισες | θα ευτρεπίσεις | να ευτρεπίσεις | ευτρέπισε | ||
γ' ενικ. | ευτρέπισε | θα ευτρεπίσει | να ευτρεπίσει | |||
α' πληθ. | ευτρεπίσαμε | θα ευτρεπίσουμε | να ευτρεπίσουμε | |||
β' πληθ. | ευτρεπίσατε | θα ευτρεπίσετε | να ευτρεπίσετε | ευτρεπίστε | ||
γ' πληθ. | ευτρέπισαν ευτρεπίσαν(ε) |
θα ευτρεπίσουν(ε) | να ευτρεπίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ευτρεπίσει | είχα ευτρεπίσει | θα έχω ευτρεπίσει | να έχω ευτρεπίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ευτρεπίσει | είχες ευτρεπίσει | θα έχεις ευτρεπίσει | να έχεις ευτρεπίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ευτρεπίσει | είχε ευτρεπίσει | θα έχει ευτρεπίσει | να έχει ευτρεπίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ευτρεπίσει | είχαμε ευτρεπίσει | θα έχουμε ευτρεπίσει | να έχουμε ευτρεπίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ευτρεπίσει | είχατε ευτρεπίσει | θα έχετε ευτρεπίσει | να έχετε ευτρεπίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ευτρεπίσει | είχαν ευτρεπίσει | θα έχουν ευτρεπίσει | να έχουν ευτρεπίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευτρεπίζω
|