↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευτρεπισμένος η ευτρεπισμένη το ευτρεπισμένο
      γενική του ευτρεπισμένου της ευτρεπισμένης του ευτρεπισμένου
    αιτιατική τον ευτρεπισμένο την ευτρεπισμένη το ευτρεπισμένο
     κλητική ευτρεπισμένε ευτρεπισμένη ευτρεπισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευτρεπισμένοι οι ευτρεπισμένες τα ευτρεπισμένα
      γενική των ευτρεπισμένων των ευτρεπισμένων των ευτρεπισμένων
    αιτιατική τους ευτρεπισμένους τις ευτρεπισμένες τα ευτρεπισμένα
     κλητική ευτρεπισμένοι ευτρεπισμένες ευτρεπισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευτρεπισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ευτρεπίζω

ευτρεπισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ευτρεπίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία