Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευπρεπισμένος η ευπρεπισμένη το ευπρεπισμένο
      γενική του ευπρεπισμένου της ευπρεπισμένης του ευπρεπισμένου
    αιτιατική τον ευπρεπισμένο την ευπρεπισμένη το ευπρεπισμένο
     κλητική ευπρεπισμένε ευπρεπισμένη ευπρεπισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευπρεπισμένοι οι ευπρεπισμένες τα ευπρεπισμένα
      γενική των ευπρεπισμένων των ευπρεπισμένων των ευπρεπισμένων
    αιτιατική τους ευπρεπισμένους τις ευπρεπισμένες τα ευπρεπισμένα
     κλητική ευπρεπισμένοι ευπρεπισμένες ευπρεπισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευπρεπισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ευπρεπίζω

  Μετοχή επεξεργασία

ευπρεπισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ευπρεπίζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία