ενικός         πληθυντικός  
présentable présentables

  Επίθετο

επεξεργασία

présentable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. παρουσιάσιμος, εμφανίσιμος
  2. (κατ’ επέκταση) ευπρεπής