εμφανίσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
εμφανίσιμος
- που η εξωτερική του εμφάνιση είναι αξιοπρεπής ή ευπρεπής
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμφανίσιμος
εμφανίσιμος