προφίλ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προφίλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική profil[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
προφίλ ουδέτερο άκλιτο
- η πλάγια όψη (προσώπου)
- (μεταφορικά) ο χαρακτήρας, το στυλ, ο τρόπος συμπεριφοράς
- η τροχιά
- το σχημα μιας διατομης αντικειμενου
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ προφίλ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας