ενικός         πληθυντικός  
pro pros

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pro (en)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Πρόθεση

επεξεργασία

pro (eo)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
pro < λείπει η ετυμολογία

  Πρόθεση

επεξεργασία

pro (la) (prō)

  1. προ, μπροστά
  2. πριν

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • produco copias pro castris : προωθώ τις δυνάμεις μπροστά στα κάστρα
  • pro contione : στην εκκλησία
  • pro me : υπέρ εμού

Παράγωγα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Πρόθεση

επεξεργασία

pro (cs)

Αντώνυμα

επεξεργασία
  • συντάσσεται με αιτιατική (akuzativ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pro (cs) ουδέτερο

Αντώνυμα

επεξεργασία