ανφάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανφάς < (λόγιο δάνειο) γαλλική en face [1]
Προφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαανφάς
- (κυριολεκτικά) κατά πρόσωπο· απέναντι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανφάς ουδέτερο άκλιτο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ανφάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας