κακοραμμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακοραμμένος < από τον παθητικό παρακείμενο του ρήματος κακοράβω
Μετοχή επεξεργασία
κακοραμμένος, -η, -ο
- (για ρούχο) άσχημα ή πρόχειρα ραμμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακοραμμένος
|