Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άκομψος η άκομψη το άκομψο
      γενική του άκομψου της άκομψης του άκομψου
    αιτιατική τον άκομψο την άκομψη το άκομψο
     κλητική άκομψε άκομψη άκομψο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άκομψοι οι άκομψες τα άκομψα
      γενική των άκομψων των άκομψων των άκομψων
    αιτιατική τους άκομψους τις άκομψες τα άκομψα
     κλητική άκομψοι άκομψες άκομψα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άκομψος < αρχαία ελληνική ἄκομψος

  Επίθετο επεξεργασία

άκομψος

  1. ακαλλώπιστος, ακαλαίσθητος στην εμφάνιση, κακοντυμένος
  2. άγαρμπος, απότομος, χωρίς λεπτότητα, χοντροκομμένος στους τρόπους, στις εκφράσεις
    Αυτό ήταν άκομψο! Μπορούσες να του κάνεις την υπόδειξη πιο ευγενικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία