άκομψος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άκομψος | η | άκομψη | το | άκομψο |
γενική | του | άκομψου | της | άκομψης | του | άκομψου |
αιτιατική | τον | άκομψο | την | άκομψη | το | άκομψο |
κλητική | άκομψε | άκομψη | άκομψο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άκομψοι | οι | άκομψες | τα | άκομψα |
γενική | των | άκομψων | των | άκομψων | των | άκομψων |
αιτιατική | τους | άκομψους | τις | άκομψες | τα | άκομψα |
κλητική | άκομψοι | άκομψες | άκομψα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άκομψος < αρχαία ελληνική ἄκομψος
Επίθετο
επεξεργασίαάκομψος
- ακαλλώπιστος, ακαλαίσθητος στην εμφάνιση, κακοντυμένος
- άγαρμπος, απότομος, χωρίς λεπτότητα, χοντροκομμένος στους τρόπους, στις εκφράσεις
- Αυτό ήταν άκομψο! Μπορούσες να του κάνεις την υπόδειξη πιο ευγενικά