ακαλλώπιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακαλλώπιστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκαλλώπιστος[1] < αρχαία ελληνική καλλωπίζω < κάλλος + ὤψ (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃okʷ- / *h₃ekʷ-)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kaˈlo.pi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐καλ‐λώ‐πι‐στος
Επίθετο
επεξεργασίαακαλλώπιστος, -η, -ο
- που δεν έχει καλλωπιστεί
Συγγενικά
επεξεργασία- ακαλλώπιστα (επίρρημα)
- καλλωπίζω
→ και δείτε τις λέξεις κάλλος και όψη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακαλλώπιστος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ακαλλώπιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας