Δείτε επίσης: ἀκαλλώπιστος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαλλώπιστος η ακαλλώπιστη το ακαλλώπιστο
      γενική του ακαλλώπιστου της ακαλλώπιστης του ακαλλώπιστου
    αιτιατική τον ακαλλώπιστο την ακαλλώπιστη το ακαλλώπιστο
     κλητική ακαλλώπιστε ακαλλώπιστη ακαλλώπιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαλλώπιστοι οι ακαλλώπιστες τα ακαλλώπιστα
      γενική των ακαλλώπιστων των ακαλλώπιστων των ακαλλώπιστων
    αιτιατική τους ακαλλώπιστους τις ακαλλώπιστες τα ακαλλώπιστα
     κλητική ακαλλώπιστοι ακαλλώπιστες ακαλλώπιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακαλλώπιστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκαλλώπιστος[1] < αρχαία ελληνική καλλωπίζω < κάλλος + ὤψ (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃okʷ- / *h₃ekʷ-)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kaˈlo.pi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐καλ‐λώ‐πι‐στος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακαλλώπιστος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κάλλος και όψη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία