ακαλλώπιστα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακαλλώπιστα < ακαλλώπιστ(ος) + -α
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kaˈlo.pi.sta/
Επίρρημα επεξεργασία
ακαλλώπιστα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακαλλώπιστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ακαλλώπιστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ακαλλώπιστος