ακαλαίσθητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακαλαίσθητος < α- + καλαίσθητος
Επίθετο
επεξεργασίαακαλαίσθητος, -η, -ο
- που δεν έχει αίσθηση του ωραίου, που δεν έχει καλό γούστο
- που είναι φτιαγμένος χωρίς καλαισθησία, κακόγουστος