Δείτε επίσης: αντικαλαισθητικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαλαίσθητος η ακαλαίσθητη το ακαλαίσθητο
      γενική του ακαλαίσθητου της ακαλαίσθητης του ακαλαίσθητου
    αιτιατική τον ακαλαίσθητο την ακαλαίσθητη το ακαλαίσθητο
     κλητική ακαλαίσθητε ακαλαίσθητη ακαλαίσθητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαλαίσθητοι οι ακαλαίσθητες τα ακαλαίσθητα
      γενική των ακαλαίσθητων των ακαλαίσθητων των ακαλαίσθητων
    αιτιατική τους ακαλαίσθητους τις ακαλαίσθητες τα ακαλαίσθητα
     κλητική ακαλαίσθητοι ακαλαίσθητες ακαλαίσθητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακαλαίσθητος < α- + καλαίσθητος

  Επίθετο επεξεργασία

ακαλαίσθητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει αίσθηση του ωραίου, που δεν έχει καλό γούστο
  2. που είναι φτιαγμένος χωρίς καλαισθησία, κακόγουστος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία