Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απειρόκαλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απειρόκαλ
ος
η
απειρόκαλ
η
το
απειρόκαλ
ο
γενική
του
απειρόκαλ
ου
της
απειρόκαλ
ης
του
απειρόκαλ
ου
αιτιατική
τον
απειρόκαλ
ο
την
απειρόκαλ
η
το
απειρόκαλ
ο
κλητική
απειρόκαλ
ε
απειρόκαλ
η
απειρόκαλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απειρόκαλ
οι
οι
απειρόκαλ
ες
τα
απειρόκαλ
α
γενική
των
απειρόκαλ
ων
των
απειρόκαλ
ων
των
απειρόκαλ
ων
αιτιατική
τους
απειρόκαλ
ους
τις
απειρόκαλ
ες
τα
απειρόκαλ
α
κλητική
απειρόκαλ
οι
απειρόκαλ
ες
απειρόκαλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απειρόκαλος
<
αρχαία ελληνική
ἀπειρόκαλος
Επίθετο
επεξεργασία
απειρόκαλος
ακαλαίσθητος