laid
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαlaid (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαlaid < παλαιά γαλλική leid
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | laid | laids |
θηλυκό | laide | laides |
laid (fr)