τερατομορφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τερατομορφία < τερατόμορφος + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατερατομορφία θηλυκό
- η εμφάνιση ή η ιδιότητα του τερατόμορφου
Μεταφράσεις
επεξεργασία τερατομορφία
|
τερατομορφία θηλυκό
|