τερατογόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τερατογόνος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τερατογόνος. Συγχρονικά αναλύεται σε τερατο- + -γόνος
Επίθετο
επεξεργασίατερατογόνος, -ος / -α, -ο
- ουσία, παράγοντας που ενοχοποιείται για πρόκληση τερατογένεσης, δηλαδή που όταν εκτίθεται σε αυτόν ο μητρικός οργανισμός στην περίοδο της κύησης, τότε επηρεάζεται δυσμενώς το κύημα και μπορεί εκείνο να παρουσιάσει οργανικές ανωμαλίες
- ⮡ τερατογόνα φάρμακα / έχει τερατογόνα δράση
Συγγενικά
επεξεργασία- τερατογονικός
- → και δείτε τη λέξη τερατογονία
Μεταφράσεις
επεξεργασία τερατογόνος
Πηγές
επεξεργασία- τερατογόνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατερατογόνος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που προκαλεί τερατογονίες, ο τερατογόνος
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τερατογόνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.