Ετυμολογία

επεξεργασία
ενοχοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ενοχοποιώ

ενοχοποιούμαι

  • με καθιστούν ένοχο για κάτι ενώ δεν είμαι, παρουσιάζουν στοιχεία πλαστά ώστε να με επιβαρύνουν με ευθύνη που δεν είναι δική μου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία