τερατογονικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τερατογονικός < τερατογονία + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
τερατογονικός
- που έχει σχέση με την τερατογονία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τερατογονία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τερατογονικός
|