Δείτε επίσης: ασχημία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασχήμια οι ασχήμιες
      γενική της ασχήμιας
    αιτιατική την ασχήμια τις ασχήμιες
     κλητική ασχήμια ασχήμιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασχήμια < άσχημος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈsçi.mɲa/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ασχήμια θηλυκό

  • η ιδιότητα του άσχημου, του δυσάρεστου στις αισθήσεις

  Μεταφράσεις

επεξεργασία