aye
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Μόριο
επεξεργασία
aye (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
aye (en)
- (the ayes, μόνο πληθυντικός) ο συνολικός αριθμός των ατόμων που ψήφισαν «ναι» σε μια επίσημη συζήτηση
- ⮡ The ayes have it.
- Τα «ναι» πήραν την πλειοψηφία.
- ⮡ The ayes have it.
Συνώνυμα
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη yes