ενεστώτας keep on
γ΄ ενικό ενεστώτα keeps on
αόριστος kept on
παθητική μετοχή kept on
ενεργητική μετοχή keeping on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
keep on < → δείτε τις λέξεις keep και on

keep on (en)