keep track
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαkeep track (en)
- (ιδιωματισμός) παρακολουθώ κάτι για να είμαι ενήμερος
- ⮡ I read news to keep track of current events.
- Διαβάζω τα νέα για να παρακολουθώ τα τρέχοντα γεγονότα.
- ≠ αντώνυμα: lose track
- ⮡ I read news to keep track of current events.