keep track
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
ενεστώτας | keep track |
γ΄ ενικό ενεστώτα | keeps track |
αόριστος | kept track |
παθητική μετοχή | kept track |
ενεργητική μετοχή | keeping track |
keep track (en)
- παρακολουθώ (κάτι για να είμαι ενήμερος)
Αντώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- keep track - Cambridge Dictionary online