lose track
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαlose track (en)
- (ιδιωματισμός) χάνω τα ίχνη κάποιου
- ⮡ Ever since then we lost track of him.
- Από τότε πλέον χάσαμε τα ίχνη του.
- ≠ αντώνυμα: keep track
- ⮡ Ever since then we lost track of him.