lose track
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Έκφραση
επεξεργασία
lose track (en)
- (ιδιωματισμός) χάνω τα ίχνη κάποιου
Ever since then we lost track of him.
- Από τότε πλέον χάσαμε τα ίχνη του.
- ≠ αντώνυμα: keep track