Ετυμολογία

επεξεργασία
keep abreast of < → δείτε τις λέξεις keep, abreast και of

  Έκφραση

επεξεργασία

keep abreast of (en)

  • (ιδιωματισμός) είμαι ενημερωμένος σε κάτι
    ⮡  To keep abreast of the latest in medicine, you must read a lot.
    Για να είσαι ενημερωμένος στην ιατρική, πρέπει να διαβάζεις πολύ.