Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

keep mum (en)

  1. σιωπώ, ιδιαίτερα για κάτι που δεν πρέπει να ανακοινωθεί
    Members of the Biden group themselves have kept mum on specifics. (από άρθρο του CNN, 19-6-2011)