ενεστώτας keep up with
γ΄ ενικό ενεστώτα keeps up with
αόριστος kept up with
παθητική μετοχή kept up with
ενεργητική μετοχή keeping up with

  Ετυμολογία

επεξεργασία
keep up with < → δείτε τις λέξεις keep, up και with

keep up with (en)

  • είμαι ενημερωμένος σε ένα θέμα
    ⮡  He keeps up with pop music.
    Είναι ενημερωμένος στα θέματα μουσικής ποπ.