Ετυμολογία

επεξεργασία
continuation < γαλλική continuation

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
continuation continuations

continuation (en)

  • η συνέχιση, η παραμονή
      The coach’s continuation with the team next year is considered unlikely.
    Η παραμονή του προπονητή στην ομάδα τον επόμενο χρόνο θεωρείται απίθανη.



Ετυμολογία

επεξεργασία
continuation < λατινική continuatio

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
continuation continuations

continuation (fr) θηλυκό

  1. η συνέχιση
  2. η παράταση

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • bonne continuation ! - καλή συνέχεια! (λέγεται σαν ευχή, όταν δύο άτομα αποχωρίζονται)

Συγγενικά

επεξεργασία
 δείτε τη λέξη  continuer