ενεστώτας call for
γ΄ ενικό ενεστώτα calls for
αόριστος called for
παθητική μετοχή called for
ενεργητική μετοχή calling for

  Ετυμολογία

επεξεργασία
call for < → δείτε τις λέξεις call και for

call for (en)

  • (μεταβατικό, ειδικά βρετανική σημασία) περνάω να πάρω κάποιον, πάω κάπου και παίρνω κάποιον που με περιμένει
    ⮡  I will call for you at your hotel.
    Θα περάσω να σε πάρω από το ξενοδοχείο σου.
    ⮡  I will call for the children from school.
    Θα περάσω να πάρω τα παιδιά από το σχολείο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pick up