παραλαβαίνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραλαβαίνω < παραλαμβάνω < αρχαία ελληνική παραλαμβάνω < παρά + λαμβάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sleh₂gʷ-
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.laˈve.no/
Ρήμα επεξεργασία
παραλαβαίνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραλαβαίνω
|