παρερμηνευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρερμηνευτής < μεσαιωνική ελληνική παρερμηνευτής[1] < ελληνιστική κοινή παρερμηνεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρερμηνευτής αρσενικό (θηλυκό: παρερμηνεύτρια)
- αυτός που παρερμηνεύει
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρερμηνευτής
- ↑ παρερμηνευτής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)