ενεστώτας misconstrue
γ΄ ενικό ενεστώτα misconstrues
αόριστος misconstrued
παθητική μετοχή misconstrued
ενεργητική μετοχή misconstruing

  Ετυμολογία

επεξεργασία
misconstrue < mis- + construe

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɪskənˈstɹuː/

misconstrue (en)

  • παρερμηνεύω, κατανοώ λάθος τα λόγια ή τις πράξεις κάποιου
    ⮡  Your words might be misconstrued.
    Μπορεί να παρερμηνευθούν τα λόγια σου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη misunderstand

Συγγενικά

επεξεργασία