παρερμήνευσις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρερμήνευσις (μαρτυρείται από το 1782) [1] < παρερμηνεύ(ω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρερμήνευσις, -εως θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 783, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου